- ἀμφίκειμαι
- ἀμφίκειμαι1 lie around κείνῳ μὲν (sc. Τυφῶνι) Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αμφίκειμαι — ἀμφίκειμαι (Α) [κεῑμαι] 1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι 2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κεῖμαι] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek